εντεχνής

εντεχνής
ἐντεχνής, -ές (Α)
ο έντεχνος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ἐντεχνεῖς — ἐντεχνής masc/fem acc pl ἐντεχνής masc/fem nom/voc pl (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐντεχνέστατα — ἐντεχνής adverbial superl ἐντεχνής neut nom/voc/acc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐντεχνέστεροι — ἐντεχνής masc nom/voc comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κωνσταντινίδης, Γιάννης — (Σμύρνη 1903 – Αθήνα 1984). Μουσικοσυνθέτης. Καταγόταν από εύπορη αστική οικογένεια Ελλήνων της Σμύρνης, όπου έλαβε τα πρώτα μαθήματα πιάνου και αρμονίας από τον Δημοσθένη Μιλαράκη, επιφανή μουσικό παράγοντα της πόλης. Παράλληλα γνώρισε και τη… …   Dictionary of Greek

  • Ρώμη — I (Rome). Όνομα δύο πόλεων των Η.Π.Α. 1. Πρωτεύουσα της περιοχής Ονέιντα, της Πολιτείας της Ν. Υόρκης (44 350 κάτ.). Είναι χτισμένη στις όχθες του ποταμού Μόουχωκ, βορειοδυτικά της Ούτικα. Πρόκειται για βιομηχανικό κέντρο και σιδηροδρομικό κόμβο… …   Dictionary of Greek

  • κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… …   Dictionary of Greek

  • καλαματιανός — Ελληνικός χορός, ίσως ο δημοφιλέστερος, πιθανόν εξαιτίας του κεφάτου ρυθμού και των απλών βημάτων του. Αρχικά ο κ. αποτελούσε τον δεύτερο τύπο ενός επίσης πολύ δημοφιλούς ελληνικού χορού, του συρτού. Ο πρώτος συρτός ακολουθούσε το μέτρο των 8/8… …   Dictionary of Greek

  • οπλομαχία — Η τέχνη του χειρισμού των όπλων και ιδιαίτερα του ξίφους (ξιφασκία), της σπάθας (σπαθασκία) και της λόγχης (λογχομαχία). Η ο. αποτέλεσε αναγκαία άσκηση στο παρελθόν, όχι μόνο στον πόλεμο αλλά και ως μέσο για την επίλυση των ατομικών διαφορών.… …   Dictionary of Greek

  • ρώμη — I (Rome). Όνομα δύο πόλεων των Η.Π.Α. 1. Πρωτεύουσα της περιοχής Ονέιντα, της Πολιτείας της Ν. Υόρκης (44 350 κάτ.). Είναι χτισμένη στις όχθες του ποταμού Μόουχωκ, βορειοδυτικά της Ούτικα. Πρόκειται για βιομηχανικό κέντρο και σιδηροδρομικό κόμβο… …   Dictionary of Greek

  • τέχνημα — το, ΝΑ [τεχνῶμαι] το προϊόν έντεχνης εργασίας νεοελλ. το τεχνούργημα αρχ. 1. πανούργο επινόημα, τέχνασμα («κάπηλα προσφέρων τεχνήματα», Αισχύλ.) 2. επινόηση, εφεύρεση («ἧ καλόν, ἦν δ ἐγώ, τέχνημα ἄρα κέκτησαι», Πλάτ.) 3. (και για πρόσ. όταν… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”